- υπόκειμαι
- ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι]1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.)2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ ἄρχοντι», Πλάτ.)3. είμαι επιδεκτικός σε κάτι (α. «υπόκειται σε αλλοιώσεις» β. «ὑποκεῑσθαι τοῑς πάθεσιν», Αριστοτ.)4. (σχετικά με επιχείρημα, συλλογισμό ή υπόθεση) τίθεμαι ως βάση («εἴτε ὀρθῶς εἴτε μὴ ὑπόκειται», Πλάτ.)5. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποκείμενονεοελλ.φρ. α) «τα υπερκείμενα τοῑς υποκειμένοις»(νομ.) αξίωμα κατά το οποίο στον ιδιοκτήτη τού εδάφους ανήκει και κάθε κτίσμα που βρίσκεται πάνω σε αυτόβ) «κανόνας μη υποκείμενος σε εξαιρέσεις» — κανόνας που δεν δέχεται εξαιρέσειςμσν.-αρχ.(για τόπο) βρίσκομαι παρακάτω (α. «πρὸς βορρὰν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ορέων», Γεωπ.β. «λόφον.... ὑποκείμενον... τοῑς Σιννάκοις», Πλούτ.)μσν.φρ. «ὑποκεῑσθαι δανείοις» — είμαι καταχρεωμένος (Μαλάλ. Ι.)αρχ.1. (σχετικά με κείμενο) δίνομαι παρακάτω2. υποβάλλομαι, προτείνομαι σε κάποιον («ἔμενεν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης», Πολ.)3. είμαι παρών ή πρόχειρος («χρῆται τῇ ὑποκειμένη δυνάμει», Πλάτ.)4. είμαι αποφασισμένος ή έχω κάτι ως κανόνα5. υποδηλώνομαι, υποδεικνύομαι6. υπολείπομαι, απομένω («τιμωρία ὑπόκειται τοῑς τὰ ψεύδη μαρτυροῡσι», Δημοσθ.)7. υποθηκεύομαι, ενεχυριάζομαι («οἰκίαν μδ' μνῶν ὑποκειμένην», Iσαί.)8. (φιλοσ.) (σχετικά με διανόημα) τίθεμαι ή υπάρχω ως βάση, ως θεμέλιο («τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω», Αριστοτ.)9. (λογ.) αντιστοιχώ ή υπάγομαι σε κάτι («τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιικὴ... ὑπόκειται», Πλάτ.)10. (με αιτ. και το απρμφ. εἶναι) υποτίθεται ότι είναι ή ότι υπάρχει κάτι («ὑποκείσθω δὴ ἡμῑν εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησίν τινα», Αριστοτ.)11. μτφ. πέφτω στα πόδια κάποιου και τόν ικετεύω («ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες», Πλάτ.)12. απρόσ. ὑπόκειταιείναι προδιαγεγραμμένο, καθορισμένο ως κανόνας («καὶ γὰρ ἐνταῡθ' ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία», Δημοσθ.)13. (αμτβ.) έχω προσαρτηθεί14. (η αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑποκείμενοι(για πρόσ.) οι εγγυητές15. (η ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποκείμενατα ενέχυρα16. φρ. α) «ὑποκείσθω ὅτι...» — ας ληφθεί ως δεδομένο ότι... (Αριστοτ.)β) «ὁ ὑποκείμενος χρόνος» — ο ενεστώταςγ) «ἡ ὑποκειμένη ὕλη» — η υπόθεση ή η ύλη επιστήμης ή πραγματείας (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.